- χαρακτήρ
- отпечаток, образ, изображение.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
χαρακτήρ — engraver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτῆρ' — χαρακτῆρα , χαρακτήρ engraver masc acc sg χαρακτῆρι , χαρακτήρ engraver masc dat sg χαρακτῆρε , χαρακτήρ engraver masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χαρακτῆρα — χαρακτήρ engraver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτῆρας — χαρακτήρ engraver masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτῆρες — χαρακτήρ engraver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτῆρι — χαρακτήρ engraver masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτῆρος — χαρακτήρ engraver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτῆρσι — χαρακτήρ engraver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτῆρσιν — χαρακτήρ engraver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτήροιν — χαρακτήρ engraver masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)